-
1 Day
subs.All day: use adj., Ar. and V. πανήμερος.By day: P. and V. μεθʼ ἡμέραν, or use adj., P. μεθημερινός.By day or by night: V. νύχιος ἡ καθʼ ἡμέραν (Eur., El. 603).Every day: P. καθʼ ἑκάστην τὴν ἡμέραν.A day's journey: P. ἡμερησία ὁδός (Plat.).Some day: P. and V. ποτέ.Spend the day, v.: P. and V. ἡμερεύειν, P. διημερεύειν.The self-same day: P. and V. αὐθήμερον.On the day beforc: P. τῇ προτεραίᾳ. (gen.).The day before yesterday: Ar. and P. πρώην.In voting: also V. πληθύνεσθαι.Be the order of the day: P. and V. κρατεῖν.Living but a day, adj.: P. and V. ἐφήμερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Day
-
2 Daylight
subs.He indulged in dissipation in broad daylight: P. ἐκώμαζε μεθʼ ἡμέραν (Lys. 142).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Daylight
-
3 Rite
subs.Bacchic rites: V. βακχεύματα, τά, τελεταὶ εὔιοι, αἱ; see Bacchanalia.Do you perform your rites by day or night? τὰ δʼ ἱρὰ νύκτωρ ἢ μεθʼ ἡμέραν τελεῖς; (Eur., Bacch. 485).Begin the rites: V. κατάρχεσθαι, P. κατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν (of. Ar., Av. 959), προκατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν, Ar. and P. ἀπάρχεσθαι (Xen.).Begin the rites by taking the meal from the baskets: V. ἐξάρχου κανᾶ (Eur., I.A. 435).He shall begin the rites with offering of meal and lustrations: V. προχύτας χέρνιβάς τʼ ἐνάρξεται (Eur., I.A. 955).President of the rites: P. ἱεροποιός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rite
См. также в других словарях:
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
μεθαύριο — (ΑM μεθαύριον, Α και μεταύριον) επίρρ. κατά την επόμενη από την αυριανή ημέρα, κατά τη μεθεπόμενη ημέρα («μεθαύριο θα διεξαχθεί ο αγώνας») νεοελλ. 1. (ειρωνικά) ουδέποτε, ποτέ («βάστα την όρεξή σου για μεθαύριο») 2. ως ουσ. η μεθαύριον η… … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
SIPYLUM — et SIPYLUS, SIPYLOS Stephano, oppidum Lydiae in Magnesia, absorptum, teste Pliniô, l. 2. 6. 91. et l. 5. c. 29. Item Sipylus, mons ad Maeandrum fluvium prius Ceraunius, dictus, teste Plutarch. l. de Fluminibus et Montibus. Ovid. Met. l. 6. v. 149 … Hofmann J. Lexicon universale
επίζευξις — ἐπίζευξις, ή (Α) [επιζευγνύω] 1. δέσιμο, σύνδεση 2. επανάληψη λέξης για έμφαση («Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη») … Dictionary of Greek
εφημερεύω — (ΑΜ ἐφημερεύω, Μ και ἐφημερεύγω και φημερεύγω) [εφήμερος] επιβλέπω, εποπτεύω καθ όλη την ημέρα, διημερεύω, είμαι σε υπηρεσία όλη την ημέρα (α. «ἐπιτιθέμενοι... τοῑς ἐφημερεύουσι μεθ ἡμέραν προφανῶς», Πολ. β. «εφημερεύον νοσοκομείο») νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
καθεύδω — καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α) 1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ ἡμέραν», Πλάτ.) 2. μένω άπρακτος 3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.) 4. περνώ… … Dictionary of Greek
καθοκνώ — καθοκνῶ, έω (Μ) διστάζω, έχω ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκνῶ, με αναλογική δάσυνση (πρβλ. μεθαύριον αντί *μεταύριον, από αναλογία προς το μεθ ἡμέραν)] … Dictionary of Greek
κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… … Dictionary of Greek
λακωνίζω — (Α λακωνίζω) [Λάκων] εκφράζομαι με συντομία και ακρίβεια («τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῑν») αρχ. 1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.) 2 … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek